άπλωση
Смотреть что такое "άπλωση" в других словарях:
ανάπλωσις — ἀνάπλωσις ( εως), η (Α) 1. ανάπτυξη, εξήγηση 2. άπλωση, εξέλιξη … Dictionary of Greek
ανάπλωσις — ἀνάπλωσις ( εως), η (Α) 1. ανάπτυξη, εξήγηση 2. άπλωση, εξέλιξη … Dictionary of Greek